προτρεπτικός

προτρεπτικός
ή, ό / προτρεπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [προτρέπω]
1. ο κατάλληλος στο να προτρέπει ή αυτός που παρακινεί («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Iσοκρ.)
αρχ.
1. ερεθιστικός, διεγερτικός («ἔδεσμα γάλακτος προτρεπτικόν», Γεωπ.)
2. ως κύριο όν. Προτρεπτικός
τίτλος έργου τού Αριστοτέλους, τού Επικούρου κ.α.
3. φρ. «προτρεπτικὴ σοφία» — η ρητορική τέχνη.
επίρρ...
προτρεπτικώς / προτρεπτικῶς ΝΑ, και προτρεπτικά Ν
1. κατά τρόπο προτρεπτικό, παρορμητικό
2. πειστικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προτρεπτικός — hortatory masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρεπτικός — ή, ό αυτός που προτρέπει ή που είναι κατάλληλος να προτρέπει: Λόγοι προτρεπτικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προτρεπτικά — προτρεπτικός hortatory neut nom/voc/acc pl προτρεπτικά̱ , προτρεπτικός hortatory fem nom/voc/acc dual προτρεπτικά̱ , προτρεπτικός hortatory fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρεπτικώτερον — προτρεπτικός hortatory adverbial comp προτρεπτικός hortatory masc acc comp sg προτρεπτικός hortatory neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρεπτικῶν — προτρεπτικός hortatory fem gen pl προτρεπτικός hortatory masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρεπτικόν — προτρεπτικός hortatory masc acc sg προτρεπτικός hortatory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρεπτικώτατα — προτρεπτικός hortatory adverbial superl προτρεπτικός hortatory neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρεπτικώτατον — προτρεπτικός hortatory masc acc superl sg προτρεπτικός hortatory neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρεπτικαῖς — προτρεπτικός hortatory fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρεπτικαί — προτρεπτικός hortatory fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”